- κυβερνήτειρα
- κῡβερνήτειρα , κυβερνήτειραfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυβερνήτειρα — κυβερνήτειρα, ἡ (Α) βλ. κυβερνητήρ … Dictionary of Greek
κυβερνητήρ — κυβερνητήρ, ῆρος, δωρ. τ. κυβερνατήρ, ὁ, θηλ. κυβερνήτειρα (Α) [κυβερνώ] 1. αυτός που κυβερνά 2. πηδαλιούχος («οὐ γὰρ Φαιήκεσσι κυβερνητῆρες ἔασιν», Ομ. Οδ.) 3. ως επίθ. αυτός με τον οποίο κυβερνά κάποιος («κυβερνητῆρα χαλινόν», Οππ.) … Dictionary of Greek
κυβερνήτειραν — κῡβερνήτειραν , κυβερνήτειρα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)